Περπατούσα στο δάσος και μέτραγα μέρες
Ήταν κι ο μαύρος πίθηκος καβάλα
Σε μια ιτιά ιτιά καρβουνιασμένη
Και μου πετούσε χουρμάδες και τσιγαριλίκια
ΚΩΣΤΑΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ [ΧΑΡΤΟΚΟΥΤΟ] 1999-2001
Περπατούσα στο δάσος και μέτραγα μέρες
Ήταν κι ο μαύρος πίθηκος καβάλα
Σε μια ιτιά ιτιά καρβουνιασμένη
Και μου πετούσε χουρμάδες και τσιγαριλίκια
Μοιράζεις αντικείμενα
Και λογαριάζεις λόγια
Το φώς διασχίζει την ημέρα σου
Εγκάρσια
Μάτια στεγνά
Στην κούπα σου βουρκώνει
Καφές
Η κοκαΐνη της πωλήτριας
Το σκοτεινό σύμπαν
Λεωφόρος διαγαλαξιακή κακοφωτισμένη
Κόκκινοι νάνοι και μαύρες τρύπες
Κουράστηκα
Η μακαριότητα της πράξης
Γερνάει στα ιδιόλεκτα
Κάθε μικρού γαλαξιακού σταθμού
Hasta la proxima
Μέρα της κρίσης
Βάλε και λίγο σεξ
Πουλάει
Προσεκτικά
Χωρίς να δίνεις αίσθηση
Εκσπερμάτωσης
Σπασμών
Μην τους τρομάξεις ούτε καν
Με τη γλυκιά χαλάρωση του τέλους
Πέφτει μια ξεκούρδιστη
Σιγανή βροχή
Ντύθηκες σκουπίδια από ανέμους
Και θαλασσινό νερό
Φεύγεις για τους ορυζώνες
Πέφτει μια ξεκούρδιστη
Κίτρινη βροχή
Βράζω σα νερό
Φόρεσες κερένια μάσκα και χορεύεις
Δουλεύεις
Η αθήνα είναι πανηγυρική στο λυκόφως
Γυμνή και τρομακτική
Σα νωχελική γκόμενα
Η αθήνα είναι ψεύτικη
-όχι ψεύτρα ψεύτικη-
Μάνα των τρένων και των καραβιών
Μας γεννάει καμωμένους για ταξίδι
Ξυπνάει κόκκινη και θαμπή
Στους προβολείς των ρυμουλκών
Και τις φωνές των γλάρων
Των γλάρων στη χωματερή και των γλάρων στο λιμάνι
Ψήνει καφέ άβαφη και ζαλισμένη
Πουτάνα στο σαλόνι και κυρία στο κρεβάτι
Γυρνάει ξυπόλητη στα σύννεφα
Και τα νύχια των ποδιών της είναι μαύρα
Περίγραμμα αφής
Υπέροχο το σχέδιο
Έξοχο το νεραντζάκι
Σας κυρία νίτσα μου
Τι υπέροχο κρανίο!
Ρουφάτε μάτια αντί αυγά
Για πρωινό
Γι’ αυτό έχετε τόσο
Κόκκινα μάγουλα
Περάσαμε το ποτάμι
Και βγήκαμε σ’ ένα φριχτό υπόγειο
Με θαυμάσια μουσική και μεθυσμένες γκόμενες
Περίπου τότε
Μίλησαν τα περιστέρια
Φώναξαν την αστυνομία να μαζέψει τις καπότες
Διυλίζοντας επιφάνειες ταξίδεψα
Στην αποσυναρμολόγηση του χρόνου
Περιφέρομαι ένα φάντασμα
Στα γυμνά τριαντάφυλλα της μέθεξης
Μονο όταν είμαι εν πορεία υφίσταμαι
Ποδηλάτης
Ακροβάτης
Παραβάτης
Διαβάτης και όχι δραγάτης
Ένα κοχύλι επιβαίνει εντός μου
Σε ζωτικά θαλάσσια υγρά κολυμπώντας
Στα ξωτικά το έταξα
Τροφή του κοχυλιού εγώ
Τροφή μου το κοχύλι
Μην επισπεύδεις το θάνατο των πόθων
Όσοι αργοπεθαίνουν δεν ανασταίνονται
Δεν ξαναζούν στη μνήμη και στο σώμα
Να επισπεύδεις το θάνατο των πόθων
Όσοι αργοπεθαίνουν δεν ανασταίνονται
Δεν ξαναζούν στη μνήμη και στο σώμα
Κοιμάται μέσα σου η ζωή
Μ’ έναν ύπνο αδερφό του θανάτου
Έργο τέχνης ειρημένης
Όχι όσο θα ’θελες αφηρημένης
Αν η ύπαρξη έχει γεύση
Η δικιά σου
Δεσποσύνη
Είναι ανάλατη
Στο μεταξύ κατεβαίνει το ιππικό
Με λογισμητές φορητούς
Και αεροτομές πολέμου
Άγριο
Από τα ορεινά της ευρώπης
Κουρσεύει πόλεις αράπικες και
Συγκεντρώνει τους ιθαγενείς στην οθόνη
Τελετουργία απεμπόλησης ενδυμάτων
Ήχοι βυζαντινής βιομηχανικής μουσικής
Αντί θείας μετάληψης ουίσκι
Τοπικής παραγωγής
Μυσταγωγία η εξομολόγηση στη σβετλάνα
Και πιο φτηνή από τον ψυχαναλυτή μου
Παράδεισοι παρελθόντες κατοικούν στο αίμα μου
Νοσταλγώντας
Τους μελετώ
Η ανάσα του δράκου όμως
Κοιμάται σε μελλοντικά αρχιτεκτονικά σχέδια
Στοιχειό της στέγης άκτιστων σπιτιών
Η κόκκινη άννα
Μου τραγούδησε ένα βράδυ
Όμως εγώ
Τεμάχιζα τους πόθους μου
Και δε γύρισα να την κοιτάξω στα μάτια
Χλοοναύτισσες και οινοπλόοι
Που πάτε;
Πάρτε βαφές για τα μαλλιά σας
Χαλκάδες για τη μύτη σας
Ύπτιες ημέρες θερινές έρχονται
Καιρός του φεύγα
Καιρός του πλακωτού
Ωραίος καιρός
Κύριε,
Το φως χύνεται απ’ το παράθυρό σας
Να το μαζέψω μ’ ένα σφουγγαρόπανο;
Ο μακρόκοσμος ονειρεύεται
Ανεβοκατεβαίνουν τα βυζιά του
Ηχορρυθμεί και φωτομετρά απέραντα θηλυκός
Παλινδρόμηση με καίρια μόνωση
Απ’ τις αγκάλες του μορφέα
Στις αγκάλες του ορφέα
Περιφέρω το κορμί μου
Από παγκάκι σε υδρόστρωμα
Από συντρόφισσες επιστημόνισσες
Σε πωλήτριες και άπλυτα φρικιά
Στην πλάτη μου φυτρώνουν τρίχες
Ή άρχισα να βγάζω φτερα;
Άξιο βροχής την τροφή σου ν’ αγαπάς
Ώσπου να κατατμηθούν οι ταχύτητες
Δεν έχει νόημα το φώς να φτάσεις
με τετράτροχο
Δεν έχει τετράτροχο το νόημα να φτάσεις
με φώς
Δεν έχει φως το τετράτροχο να φτάσεις
με νόημα
Περνάμε στα θερμά κλίματα
Τον τροπικό της αϋπνίας
Διασχίζουμε
Αστερισμοί της απραξίας μας χαράσσουνε πορεία
Περνάμε στα θερμά κλίματα
Μας περιμένουν τροπικοί παράδεισοι
Και αμμουδιές της λήθης
Στη μακρινή επικράτεια της νωχέλειας
Η ζωή με ροκανίζει από μέσα
Μαζεύω τα τρίμματα και τα σνιφάρω
Της αγίας κωλυσιεργίας και σήμερα βοήθειά μας
Έξω
Στους κέρινους δρόμους
Γυρνάει σφυρίζοντας μια μελωδία
Για την απόκρια του κάθε σαββάτου
Το δέρμα σου το φίλησε ο ήλιος
Το δέρμα σου πουκάμισο φιδιού στο χώμα
Κι εγώ στο χώμα
Λιώμα
Ήταν εκεί ο μάγος στη σκηνή
Βγάζοντας φωτιές από το στόμα
Χαράζοντας ιδεογράμματα
Στο δέρμα των ανήλικων φρικιών
Και οι μικροί του σάτυροι ήταν εκεί
Ρουφούσαν σύννεφα
Τραγάνιζαν κλαράκια κερασιάς
Και γυάλινες επιφάνειες κτιρίων
Πετάω μάσκες θλίψης
Και μάσκες ειρωνείας
Τη γελαστη μουτσούνα
Του Διόνυσου φορώ
Κι αν περικυκλωθούμε
Αν μας πετροβολήσουν
Με μάσκα ινδιάνικη πολεμική
Το προσωπείο του γλυκύ ιησού θ’ αλλάξω
Απεταξάμην τα ποιητικά ημίφωτα
Τις αλκοολούχες περιπέτειες της ύλης
Όλα τα μελαγχολικά παλίμψηστα
Που αφήνουνε στο στόμα
Τη γεύση του κενού
Ξεδίπλωσα κουφάρια ζωής
Ανακατεύοντας τη λάσπη του μυαλού μου
Διέβρωσα τις βεβαιότητες
Έκανα βήματα μπροστά
Ελλείπει βέβαια ακόμα ο σκοπός
Μια σταθερή αναφορά ή λόγος ύπαρξης
Ένας θεός ή έστω ένας μαρξ
Ένα μεγάλο πορτοκαλί κίνητρο
Να ‘σαι μπαλάκι
Να κυλάς
Να εκτοξεύεσαι
Με την ίδια όμως ευκολία
Σ’ ένα δωμάτιο ή στο σύμπαν